- βερολινέζικος
- -η, -οαυτός που έχει σχέση με το Βερολίνο ή αναφέρεται σ’ αυτό: Η βερολινέζικη νυχτερινή ζωή είναι ξακουστή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.